- προσερευγομαι
- προσερεύγομαιπροσ-ερεύγομαιдосл. изрыгаться, перен. (о волнах) ударяться, хлестать, бить (sc. πέτρην Hom.)
Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. Дворецкий И.Х.. 1958.
Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. Дворецкий И.Х.. 1958.
προσερεύγομαι — Α 1. ρεύομαι προς την κατεύθυνση κάποιου 2. (για κύμα) σπάω θορυβωδώς με αφρό. [ΕΤΥΜΟΛ. < προσ * + ἐρεύγομαι «ρέβομαι»] … Dictionary of Greek
προσερυγόντα — προσερεύγομαι belch at aor part act neut nom/voc/acc pl προσερεύγομαι belch at aor part act masc acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
προσερύγῃ — προσερεύγομαι belch at aor subj mp 2nd sg προσερεύγομαι belch at aor subj act 3rd sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
προσερεύγεται — προσερεύγομαι belch at pres ind mp 3rd sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
προσερυγγάνω — Α προσερεύγομαι*. [ΕΤΥΜΟΛ. < προσ * + ἐρυγγάνω, αττ. τ. τού ἐρεύγομαι*] … Dictionary of Greek
προσερύγοι — προσερύγοῑ , προσερεύγομαι belch at aor opt act 3rd sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)